- ελπισμα
- ἔλπισμα-ατος τό предмет надежды, надежда
(πιστόν Epicur. ap. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πιστόν Epicur. ap. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έλπισμα — ἔλπισμα, το (Α) αυτό το οποίο ελπίζει κανείς … Dictionary of Greek
ἔλπισμα — hope neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπισμάτων — ἔλπισμα hope neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπίσματα — ἔλπισμα hope neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)